- στρίβομαι
- στρίβομαι, στρίφτηκα, στριμμένος βλ. πίν. 8——————Σημειώσεις:στρίβομαι : η παθητική φωνή χρησιμοποιείται σπάνια, σε σχέση με την ενεργητική, κυρίως με την έννοια → (για νήμα κτλ.) τυλίγομαι γύρω από άλλο ή τυλίγομαι ελικοειδώς γύρω από κάτι κτλ.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.